- δωριακός
- -ή, -όνβλ. δωρικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Δωριακός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρικός — ή, ό (AM δωρικός, ή, όν Α και δωριακός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική απλότητα, λιτότητα, αδρότητα κ.λπ.», «ἁπλοῡν τε καὶ δωρικόν») 2. (για τόπο) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·|| νεοελλ. φρ. 1. «δωρικός κίων,… … Dictionary of Greek